17/9/10

BABY I

ΖΗΤΩ! / σειρά ποιημάτων / XV. XVI.

XV.
η ανάγκη διακόπτει το σκοτάδι μου
ξένες μέρες
ξένες νύχτες
πολιορκούν το κρανίο μου
η ανατολή μου
συγκρούεται με τη δύση τους
αμέτρητοι εχθροί καταφθάνουν
στις εσχατιές της σάρκας μου

ομιλίες, κραυγές, ψίθυροι
χάδια, αγγίγματα, χτυπήματα
φαινομενικά σημάδια του χρόνου
του χρόνου που πολεμά στην όψη μας

ομιχλώδης κοιλάδες
λασπωμένες στο αίμα
δίχως μνημεία
ορίζουν το πεδίο της μάχης
εκεί που ο χρόνος αγωνιά
να εισβάλει στον χώρο

χωρίς θύμηση σκάβεται το όλο
αφαιρείται το υπόλοιπο
της ιδιομόρφωσης του εγώ

μοναδική επιθυμία η διεύρυνση
τελευταία άμυνα η συνεχής απομάκρυνση από τα άκρα
η αυξανόμενη δυσκολία της απόστασης
η επέκταση της πνευματικής διαμέτρου
ευνοεί τη σιωπή στο κέντρο

αυτή η σιωπή
είναι το ξεχασμένο στοιχείο
στη σφυρηλάτηση του πύρινου λόγου

η προγονική φωτιά δεν αρκεί
να συντηρήσει τον πυρήνα της ύπαρξης
τούτο το καμίνι είναι αχόρταγο
δίχως κενό χρειάζεται
την αλήθεια να διαλύεις, να τη συνδέεις
και να τη ξαναδιαλύεις
πάνω στο λάθος

χρειάζεται κιόλας
να χώσεις τα χέρια σου στη φωτιά
να τραβήξεις το ελάχιστο
μα απόλυτα συμπυκνωμένο κράμα
να χαράξεις πάνω του όλα τα γράμματα
όσο παραμένει ρευστό
να το βαφτίσεις σε μια υγρή αγάπη
και τέλος να το εκσφενδονίσεις σε μια πορεία
που καλύπτει όλα τα σημεία
σε όλες τις κατευθύνσεις

τότε το φως διακόπτει την ανάγκη μου._

XVI.
οι μαύροι φίλοι μου
δαγκώνουν κέρματα
ξασπρίζουν οι άκρες των ονείρων
και σαν ξερά παξιμάδια
τα βουτάμε στην πλήξη μας

ο έρωτας δεν ξύπνησε
μαζί μου σήμερα
ένα χλωμό βρώμικο σεντόνι
μου άφησε για σάβανο

στις σάρκες ψάχνω ένα είδωλο
να το καρφώσω στα μπράτσα μου
παρακατιανοί ήρωες να βαφτιστούμε
ανάποδα να κρεμαστούμε
στις φθηνές σας πλάτες

περιθωριακό μνημείο
το σώμα μου θα στήσω
στην τελευταία πλατεία του χωριού
με οινοπνεύματα να με ποτίζουν
οι κοκαλωμένοι

για ποια ερείπια
αναχώρησε το μεγαλείο μας;
σε ποια κείμενα
λερώθηκε η γοητεία μας;

τον ύπνο έπνιξα
με τα ίδια μου τα χέρια
να δεχτώ την τιμωρία του αφήνιασα

και’συ που με κοιτάς
η γλώσσα σου σάπισε
σαν φρούτο στην προβλήτα
μαζεύτηκαν οι ιδέες
σκουριά πάνω στο ξυράφι

να περπατήσω άλλο δε θέλω
ένα λάθος να γίνω
μια σκιά να ρουφήξω
στις γωνίες μου να μη βολεύεσαι

δε μου έμεινε άλλο αίμα
κέρασέ με εσύ αν μ’αγαπάς

θα σε πιστέψω
αν με πιστέψεις
μια τίμια ανταλλαγή
ξεχείλισε τη ντροπή μου
γέμισε με καθρέφτες η ζωή μου

θα ήμασταν οι άλλοι
τα παιδιά θα είχαμε για συντροφιά
πώς στριμωχτήκαμε σε τούτο το χωράφι;

λαδωμένο το βήμα μας
αρχίσαμε κιόλας να τακτοποιούμε
γέμισε αριθμητική το στόμα μας
το ρίξαμε στη διαφήμιση
προπαγανδίσαμε την τρέλα
γιατί δε με ακούτε;

ανίκανοι να κλέψουμε στο ζύγι
μου ξάπλωσες Αφροδίτη
και θες να σε δαγκώσω
με λουλούδια έντυσες
το στεγνό κορμί σου
για μια νύχτα μόνο

σαν μικροπωλητές κτυπάμε
της ελευθερίας την πόρτα

ασθενής και άχρηστος
η διαστροφή μου
χάιδεψε λίγο
τη συστολή μου

για δώρο έχω μόνο
τις πληγές μου
σε αγώνα στήσαμε
τις ηδονές μας

ένα πιάτο να γλείψουμε όλοι

με τρόπο θέλεις
να σε πλησιάζω

ας ανεβάσουμε την ένταση
ας γίνουμε πολλοί
θέλω να σε δω με καινούργια στολή
ας αυξήσουμε την πίεση
δε θέλουμε χαρά

συνηθίσαμε στον πόλεμο
αστεία λέμε στα αυτιά
ποτέ δε φτάνουμε στα βαθιά

εξέχει το κενό πελώριο
στις τρύπες σου
βαμμένο κόκκινο στην άκρη

αποφάσισα να κατέβω
ένα ένα τα σκαλιά
πεθύμισα τον μονόδρομο
το αδιέξοδο

να μοιάσω στη μάνα σου
στον πατέρα σου
να γίνω ο δάσκαλός σου
ο εραστής σου

θα φτιάξω πρόγραμμα και σχέδιο
θα ξαναμπώ στη Ρώμη
να συγχωρήσω τους σακάτηδες
να ελεήσω τους φτωχούς

θα κάψω το σπίτι σου
θέλω να συναντηθούμε όλοι
οι τολμηροί
γύρω απ’τη φωτιά

βλέπω το όραμα ξανά
τρέχουμε στα σοκάκια
σπάμε παράθυρα
γράφουμε στους τοίχους
ενοχλούμε, τσακωνόμαστε
γελάμε
σε αρπάζω, με κτυπάνε
κυνηγητό και κρυφτό
στα μάτια σου

τώρα θυμάμαι
το σώμα μου
τώρα ξεκουράζω
το πνεύμα μου

απολαμβάνω τον πόνο
ακούω τους νεκρούς
χλευάζω το φαινόμενο
δένομαι στα δέντρα
και γδέρνω τα πόδια μου
στις πέτρες

το νεύρο μου
ορθώνεται
γεμάτες επιθυμίες
με βασανίζουν
στο ξέφωτο καθώς πλησιάζω

γδυτή η απουσία με περιμένει
να την αλείψω ενοχές και τύψεις
σαν ζώα στα βράχια να γαμηθούμε
τα μαλλιά της σφιχτά
στο στήθος μου τυλίγει
στο τέλος τον ιδρώτα μας θα πιούμε

η απώλεια αδερφή
και οικογένεια οι εχθροί
στα βουνά πάνω θα με υπηρετείς
στα βουνά πάνω θα σε υπηρετώ

βάφουμε τα πρόσωπά μας ζωηρά
πριν κτυπήσουμε τις καρδιές μας με σπαθιά

κατανοώ τον βρεγμένο
αγαπώ τον λερωμένο._

επιθυμία

5/9/10