28/1/10

μικρές αρνητικές ιστορίες / I. Αγαπητό ημερολόγιο






















Αγαπητό Ημερολόγιο,


Σήμερα το πρωί άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα το ταβάνι.

Βρισκόμουν στο κρεβάτι μου, στην ίδια θέση όπου θυμόμουν ότι κοιμήθηκα.

Το μαξιλάρι μου, μύριζε μούχλα...

Μου ήρθε αναγούλα. Δεν σηκώθηκα γιατί ένιωθα έντονα την υγρασία γύρω στο δωμάτιο. Έτσι και αλλιώς ήμουν μουδιασμένη από τον ύπνο.

Την επόμενη στιγμή κάρφωσα το βλέμμα μου ευθεία. Ακριβώς από πάνω μου, μια τεράστια κατσαρίδα έπαιζε με τις κεραίες της και μου χαμογελούσε. Άρχισα να παρατηρώ το γυαλιστερό κέλυφος και τα αγκαθωτά πόδια της.

Ένιωσα ναυτία. Ήξερα ότι σε λίγο θα έπεφτε πάνω στο κεφάλι μου και θα έμπαινε μέσα στο μυαλό μου. Ήταν αδύνατο να αντιδράσω.

Ένα κρύο ρεύμα διαπέρασε όλο το κορμί μου...

Μόνο τότε σκεπάστηκα ολόκληρη με την καφέ κουβέρτα μου. Η μυρωδιά της οποίας, από τη βρώμα και τον ιδρώτα, ήταν ανυπόφορη. Έβγαλα το κεφάλι απ’έξω και κοίταξα αριστερά στο κομοδίνο με τις ξεραμένες τριανταφυλλιές. Ανάμεσα στα φύλλα και στα μπουμπούκια περπατούσαν κι άλλες, πιο μικρές κατσαρίδες. Θέλησα να τις διώξω, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να κάνω μια ασθενική χειρονομία μέσα από τη κουβέρτα.

Τα άκρα μου ήταν κρύα και άκουγα το αίμα να κυλάει σιγά μέσα στις φλέβες μου, να φτάνει στην καρδιά μου, που χτυπούσε αργά και να συνεχίζει το μονότονο κύκλο του.

Δεν ήθελα και δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Το πάτωμα ήταν πιο επικίνδυνο! Έβλεπα σκιές χωμένες, να ξεγλιστράνε ανάμεσα στις γωνίες του δωματίου και στις τρύπες του παλιού παρκέ.

Ακούστηκε μια αδύναμη ηχώ.

Κάποιος με φώναζε από το διάδρομο. Καλύφθηκα ξανά με την μουχλιασμένη κουβέρτα. Άκουσα την κατσαρίδα να χτυπάει πάνω της. Περπατούσε πάνω κάτω γρήγορα, κάνοντας ένα περίεργο θόρυβο καθώς τα πόδια της μπλέκονταν στις ίνες του συνθετικού μαλλιού. Άρχισα να ανατριχιάζω.

Έχω βάλει τώρα την κουβέρτα σφιχτά κάτω από το στρώμα αλλά και πάλι νιώθω τις κατσαρίδες πάνω στα γυμνά μου πόδια. Μπαίνουν παντού! Είναι μικρές, πολύ μικρές και είναι πάντα εδώ, τις έχω μάθει καλά. Έχουν αυτοσκοπό να με παρανοούν. Στροβιλίζονται γύρω από τα δάχτυλα του χεριού μου. Τρυπώνουν κάτω από τα νύχια μου και με κοροϊδεύουν. Ξαπλώνουν πάνω στο μαξιλάρι μου. Τις νιώθω συχνά μέσα στα ρουθούνια μου. Παγιδεύονται στις τρίχες μου.

Κάποιος με φωνάζει πάλι. . .

Σιωπή...

Δεν μπορώ να σηκωθώ.

Είναι πιο επικίνδυνα έξω...

Δε καταλαβαίνω γιατί, μα βγαίνω από την κουβέρτα. Βαριέμαι. Κανείς δεν με φωνάζει πια. Η μεγάλη κατσαρίδα αρχίζει να κουνάει άτσαλα τις κεραίες της και να τρώει την μούχλα. Δε δείχνει να χορταίνει και με κοιτάει. Ο τοίχος σιγά, σιγά γεμίζει σκιά. Σκοτεινιάζει. Δεν είναι όμως νύχτα. Έρχονται όλες καταπάνω μου. Δε με απασχολεί.

Με ξαφνιάζει αυτή η παθητικότητα αλλά δεν θέλω να κουνηθώ. Βαριέμαι πολύ. Δεν είμαι μουδιασμένη από τον ύπνο. Είμαι μουδιασμένη από τη ζωή μου.

Βρίσκομαι καιρό σε αυτή την θέση και κάθε μέρα βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά στη λήθη. Καμιά φορά αισθάνομαι ζεστές σταγόνες να τρέχουν από τα μάτια μου στα μάγουλά μου και πνίγομαι ακόμα πιο πολύ. Δεν γνωρίζω γιατί δημιουργούνται αυτά τα δάκρυα...

Δεν υπάρχει κανένα ερέθισμα, κανένα αίτιο που να μου δικαιολογεί τη δημιουργία τους.

Πλέον, η πιο όμορφη στιγμή είναι εκείνη καθώς ξυπνάω και δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πού είμαι, ποια είμαι και πού βρίσκομαι. Αυτή η στιγμή δεν έχει διάρκεια. Σβήνει μέσα στα κλάσματα του δευτερολέπτου.

Επιστρέφω στο παρόν, αναπολώντας την μοναδική εκείνη ώρα που τίποτα δεν έχει αρχή και τέλος, που δεν υπάρχει κανένα λάθος, κανένας άνθρωπος, καμία τομή να με διαπερνάει, καίγοντας το εσωτερικό μου. Υπάρχει μόνο εκείνο το αιώνιο κενό…

Eλεύθερο ...

Οι κατσαρίδες είναι πολύ κοντά μου τώρα. Νιώθω την πίσσα τους να στάζει πάνω μου, κανένας ήχος, καμία ενοχή. Σκεπάζομαι πάλι και περιμένω.

Έτσι και αλλιώς αν δεν έρθουν σήμερα, θα έρθουν αύριο.


Σουζάνα