19/4/10

ΖΗΤΩ! / σειρά ποιημάτων / VII. VIII.

VII.
εμφανίστηκε στο κατώφλι μου
ο άνθρωπος
συστήθηκε ως ιδιοκτήτης του σώματός του
βάλθηκε να μου εξηγήσει
πως είχε καταφέρει να εξουσιάζει
και να κατευθύνει τις αισθήσεις του

την όραση του
την είχε δεμένη στην αυλόπορτα
χαμαιλέοντας κατέτρωγε εικόνες

την ακοή
την έχτισε στους τοίχους
παραμονεύοντας για αντιδραστικούς ήχους

τη γεύση του
την άπλωσε στο πάτωμα
γλοιώδης παγίδα παρασίτων

την όσφρηση
σαν σανίδες την κάρφωσε στα παράθυρα
συλλέγοντας μούχλα

την αφή
στέγη την τοποθέτησε
απαγορεύοντας στις στάλες να τον αγγίζουν

και μέσα έστησε
το εγώ του

υπερήφανος και ασφαλισμένος
με ρώτησε για μένα

του είπα ότι έχει περάσει καιρός
από την τελευταία φορά
που συνάντησα τις αισθήσεις μου

του εξήγησα πως τις είχα αφήσει
ελεύθερες
εδώ και χρόνια
στις γύρω εκτάσεις
κάθε τόσο τις έβλεπα
να τρέχουν, να χοροπηδάνε
να ξεδιψάνε και να ξαναγκαλιάζονται
τις άκουγα να ζευγαρώνουν

κάποιες μέρες κατέφταναν
μακρινές μυρωδιές
από ξεραμένο αίμα
αναμιγμένες με άλλες
από φρέσκο γάλα

περνάγανε τα μερόνυχτα
και δειλά με προσεγγίζανε
με θάρρος αμφίρροπο
αφεθήκαμε σε χάδια
και κάθε φορά λαχταρούσα
να τις γευτώ

κυλιστήκαμε σε λάσπες
πλυθήκαμε σε λίμνες
και αγαπηθήκαμε σε άσπρα σεντόνια

με τις επιμιξίες μας
δημιουργήσαμε το κουκούλι
της υπεραίσθησης

και αυτό ιδιομορφώθηκε
και άπλωσε φτερούγες

απ’τη μία τον χώρο
απ’την άλλη τον χρόνο

και ήταν το σύστημα
των δυνάμεων

της συγχώρεσης

του συγχρονισμού

και της συναίσθησης

που συγκεντρώσανε το σώμα
στο ένα ισχυρό σημείο

το σημείο της αρχής
το έτος του μηδενός

από τότε τον άνθρωπο αυτόν
δεν τον ξαναείδα
και οι ορίζοντές μας
όλο και ξεμάκραιναν

ο ένας στη δύση του
και ο άλλος στην ανατολή του._

VIII.
η συνέχεια
σε καρφώνει στο κέντρο του χώρου
γυμνό δέντρο

εκεί σε βλέπω να πετάς
τον ύπνο και τον ξύπνιο
σαν ιδρωμένες φανέλες

πατσαβούρια με αρώματα
στήνεις με τις ώρες
στην αγορά

“σε παρακαλώ!
σε παρακαλώ!
το καλύτερο
για τον καλύτερο!”

μόλις σηκωθείς
νοσταλγείς την παύση σου
μόλις μιλήσεις
αποζητάς τη σιωπή σου

αμέτρητες εικόνες
εγκαταλείπουν τα μάτια σου
τρέχεις βιαστικά προς τη θέληση
παραισθήσεις φυτρώνουν στα ίχνη σου
και η έκταση τελικά σε προδίδει

στήνεσαι αγχωτικά
τότε βάφεσαι

“σε ευχαριστώ!
σε ευχαριστώ!”

μαρμάρινα σκαλοπάτια
σου φωνάζω
στέκονται στην πρόσοψή μου
μαυρίζουν και τα γδέρνω

δε το ξέρω, γιατί δε βλέπω
μα το ξέρω, γιατί το κάνω

οι λέξεις δε χωράνε πια
στις τσέπες μου
τις σκοτώνω συστηματικά
για να μην αραχνιάζουν
τις σκέψεις μου

σε κοιτάω επίμονα
μέχρι να γδυθείς
το βουητό στα αυτιά μου
δούρειος ίππος του πολιτισμού

μόνο ανάγκη υπάρχει
και για αυτό μοιάζουμε

το δεύτερο και το πρώτο πρόσωπο
είναι το δικό μου πρόσωπο

φαντάζομαι το σφυρί των ιδεών
στο δεξί χέρι
πυρωμένο με σφοδρότητα αιώνων
να σείεται γκρεμίζοντας
την έξοδο της πραγματικότητας

αλαλάζοντας ξεχύνονται ελεύθερα
τα όνειρα
ηρωικά βιάζουν τις αξίες

ο πόλεμος αρχή της ζωής
και εμείς αιχμάλωτοι του τέλους

τα λάφυρα σωριάζονται
στα πόδια μας κομμένα
ανάπηροι της επιλογής
αρπάζουμε τα ασπρόρουχα
μιας χθεσινής επιτυχίας σου
μπερδεμένα με τις σάρκες
της μελλοντικής αποτυχίας μου

όσο θα υπάρχω εγώ και εσύ
δε θα υπάρχει άλλος._