29/1/10

εσύ κ' εγώ / #2
























η εξέλιξη της ιστορίας είναι ανοιχτή σε όλους.
Στείλτε τις ιδέες σας!

ΚΡΙΣΗ

28/1/10

σπάργανα / ποιήματα

Πότε θα φτάσουμε στις ακτές της σάρκας
χωρίς να διψάει το πνεύμα του ναυαγού;



Αυτοπροσωπογραφία

Ραπτομηχανές υφαίνουν
με γάζες από τις μούμιες επιθυμίες
τους ιστούς από τις φλέβες.

Κορνιζαρισμένα ιερατεία
στολίζουν μουσεία ταριχευμένων ζώων
χωρίς παράθυρα.

Αντλίες ανεμόμυλων
τραβούν το φως και τις σκιές
στο υπόγειο.

Από πάνω τα κυπαρίσσια προσκυνούν
τις κοιλάδες των οστών.

Άκαμπτες σπηλιές
νανουρίζουν το ένστικτο.

Οι γέφυρες των δοντιών τραυλίζουν
Σε μοναχούς διαβάτες με πόδια διαβήτες
ημιτελής κύκλους χωρίς κέντρο.

Κάθε σούρουπο
τα όρνια με τα χυμένα σωθικά
περιστρέφονται μέχρι να πέσουν
πίσω απ’ τους ορίζοντες των βλεφάρων.

Στις ακτές γλώσσες
πεινασμένοι ελέφαντες
σαλπίζουν τον ερχομό του.

Το σημείο άθικτο
σε σχεδία από βαθιές αναπνοές
επιπλέει στον ποταμό που στην πρώτη του εκβολή
έχυσε το γάλα ζεστό.

Το μωρό βγήκε με το κεφάλι
και το κλάμα μύριζε φονικό.



γέννα

Υπομονετικός υπόνομος δεμένος στα σκοτάδια του,
με την αβεβαιότητα της αιώνιας υπόσχεσης,
να ξεβράζει φως.

Νεογέννητα μάτια,
κουκούλια προστατευμένα με σπέρμα κοράκων,
δάκρυα σαλίγκαρου, αλάτι βράχου,
σε αιχμές όλο φωτιά παλουκωμένα.

Ηλιακά ρολόγια υφαίνουν τις σκιές
και ζεσταίνουν την μέρα
με την αύρα της άμμου,
τις στάχτες του χρόνου.

Γυαλίζουν οι πέτρες στο πέρασμα της όασης
με τα τρεχάμενα τραγούδια από τις μονότονες πηγές.
Στοιβάζονται με ξεθωριασμένες οράσεις οι λαβύρινθοι,
αναστεναγμοί και βαθιές αναπνοές.
Αναρωτιούνται τα παλιά κτίσματα, απολογούνται τα θεμέλια,
Μακρόσυρτες φωνές και απότομες σιωπές.

Ανοίγουν πηγάδια τα χέρια,
χορεύουν τα σπλάχνα,
σε λάκκο από αίμα ξεδιψάει η πεταλούδα.

Κρύβει το κλάμα του παιδιού η οργωμένη γη,
στην αγκαλιά της μοναχή απ’ την ντροπή τους,
μην σκύψουν τα περήφανα δέντρα
και σταματήσουν το πανάρχαιο μοιρολόι.

Μην ξεχαστούν οι μνήμες στα κεφάλια
και οι οξείες και αμβλείες γωνίες στις αγκαλιές.

Να μην σπάσουν οι γεμάτα μνήματα κορμοί
και οι εικόνες κουφάλες του νου

Να μην ζωντανέψουν από ασφυξία οι νεκροί
και σταματήσει να αναπνέει ο ουρανός.

Απόν

Γη / ποίηση

I.
Φωνές που σιωπηλά ουρλιάζουν
Σταγόνες από λεμόνι στα μάτια
Κίτρινη η όψη σου
Σε κοιτούσα από ώρα
από το παράθυρο
Προσπαθούσες να αυνανίσεις το γέλιο σου
μπροστά από τον αντικατοπτρισμό της κλειστής τηλεόρασης

Κι έτσι ξαφνικά
πετάχτηκε το βλέμμα σου πάνω μου,
Κόπηκε το γέλιο,
μαχαίρι
Καρφώθηκε στην τηλεόραση
Έσπασε την οθόνη
και το πρόσωπο σκορπίστηκε στο πάτωμα
έγινε χίλια κομμάτια
Άλλού το μάτι
Άλλού το βλέμμα
Κίτρινα κομμάτια παντού
Έκλαιγα δυνατά
για να με ακούσουν τα κομμάτια
Να υπακούσουν στον νόμο της συνοχής
- που υπαγόρευαν τα δάκρυα-
Λύγισαν τα πόδια μου μπροστά στην όψη μου
Το παράθυρο έγινε τοίχος
πέτρινος
Δεν υπάρχει όραση
Ούτε οσμή
Μόνο αλμυρά δάκρυα
Και οι λυγμοί μου στα αυτιά μου
Λυγμός που έγινε τραγούδι
Επανάσταση
Ανάσταση
Αλάτι που έφαγε την πέτρα
γκρέμισε τα τείχη.
Έτριψα τα πόδια μου στον ήλιο
με σκόνη από τον πόνο
με πόνο από το σώμα
με σώμα από σκόνη
Ύπαρξη από τον ίδιο μου τον θάνατο
Θάνατος με σκοπό την επιβίωση

II.
Το κρυφό σου χαμόγελο είδα
και τα μάτια τα φλεγόμενα,
τα ενοχικά
Τα μάτια που τα πάντα μαρτύρησαν
αυτοί οι προδότες της ψυχής σου
που με τέτοιο θράσος
χωρίς καμιά κουκούλα
με τεντωμένο χέρι
έδειξαν τη μυστική σου επιθυμία.

Κι ύστερα είδα τα λόγια
που όπως έτρεχαν να ελευθερωθούν από την γλώσσα σου
έφτιαχναν το πιο όμορφο παραμύθι,
το πιο πολύχρωμο κουκλοθέατρο,
μ’αυτές τι ξύλινες μαριονέτες,
που χόρευαν στον αέρα και γελούσαν
και στα χέρια και το κεφάλι μου
ξάπλωναν να ξεκουραστούν

Το σώμα σου είδα
Να ιδρώνει
Το δέρμα σου
Να ανατριχιάζει
Τα μάτια
να μπερδεύονται,
αν θέλουν να μείνουν κλειστά
ή να ανοίξουν
και να φωτογραφίσουν το τοπίο

Το στόμα σου είδα,
να λιποθυμάει,
να ζητάει τον πόνο, από τα δόντια
και την ανάσα
να γλύφει τον λαιμό και την ακοή μου

Είδα εσένα καλέ μου
να ελευθερώνεσαι
και να φυλακίζεσαι
Να πονάς,
να κλαις,
να μισείς,
να αγαπάς
και να πετάς
Είδα κι εμένα,
να κολυμπάω μέσα σου, γυμνή
να κάθομαι στην τάξη
και να ακούω την παράδοση, σιωπηλά
Κι ύστερα,
να κάθομαι στην έδρα σου
και να σου δείχνω τη θάλασσα
και τα ψάρια που κρύβει μέσα της
Σε είδα πολλές φορές καλέ μου,
Σε κοίταξα άλλες τόσες
Σε βλέπω,
Κοίτα με,
Με βλέπεις;

HOMO LUDENS

μικρές αρνητικές ιστορίες / I. Αγαπητό ημερολόγιο






















Αγαπητό Ημερολόγιο,


Σήμερα το πρωί άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα το ταβάνι.

Βρισκόμουν στο κρεβάτι μου, στην ίδια θέση όπου θυμόμουν ότι κοιμήθηκα.

Το μαξιλάρι μου, μύριζε μούχλα...

Μου ήρθε αναγούλα. Δεν σηκώθηκα γιατί ένιωθα έντονα την υγρασία γύρω στο δωμάτιο. Έτσι και αλλιώς ήμουν μουδιασμένη από τον ύπνο.

Την επόμενη στιγμή κάρφωσα το βλέμμα μου ευθεία. Ακριβώς από πάνω μου, μια τεράστια κατσαρίδα έπαιζε με τις κεραίες της και μου χαμογελούσε. Άρχισα να παρατηρώ το γυαλιστερό κέλυφος και τα αγκαθωτά πόδια της.

Ένιωσα ναυτία. Ήξερα ότι σε λίγο θα έπεφτε πάνω στο κεφάλι μου και θα έμπαινε μέσα στο μυαλό μου. Ήταν αδύνατο να αντιδράσω.

Ένα κρύο ρεύμα διαπέρασε όλο το κορμί μου...

Μόνο τότε σκεπάστηκα ολόκληρη με την καφέ κουβέρτα μου. Η μυρωδιά της οποίας, από τη βρώμα και τον ιδρώτα, ήταν ανυπόφορη. Έβγαλα το κεφάλι απ’έξω και κοίταξα αριστερά στο κομοδίνο με τις ξεραμένες τριανταφυλλιές. Ανάμεσα στα φύλλα και στα μπουμπούκια περπατούσαν κι άλλες, πιο μικρές κατσαρίδες. Θέλησα να τις διώξω, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να κάνω μια ασθενική χειρονομία μέσα από τη κουβέρτα.

Τα άκρα μου ήταν κρύα και άκουγα το αίμα να κυλάει σιγά μέσα στις φλέβες μου, να φτάνει στην καρδιά μου, που χτυπούσε αργά και να συνεχίζει το μονότονο κύκλο του.

Δεν ήθελα και δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Το πάτωμα ήταν πιο επικίνδυνο! Έβλεπα σκιές χωμένες, να ξεγλιστράνε ανάμεσα στις γωνίες του δωματίου και στις τρύπες του παλιού παρκέ.

Ακούστηκε μια αδύναμη ηχώ.

Κάποιος με φώναζε από το διάδρομο. Καλύφθηκα ξανά με την μουχλιασμένη κουβέρτα. Άκουσα την κατσαρίδα να χτυπάει πάνω της. Περπατούσε πάνω κάτω γρήγορα, κάνοντας ένα περίεργο θόρυβο καθώς τα πόδια της μπλέκονταν στις ίνες του συνθετικού μαλλιού. Άρχισα να ανατριχιάζω.

Έχω βάλει τώρα την κουβέρτα σφιχτά κάτω από το στρώμα αλλά και πάλι νιώθω τις κατσαρίδες πάνω στα γυμνά μου πόδια. Μπαίνουν παντού! Είναι μικρές, πολύ μικρές και είναι πάντα εδώ, τις έχω μάθει καλά. Έχουν αυτοσκοπό να με παρανοούν. Στροβιλίζονται γύρω από τα δάχτυλα του χεριού μου. Τρυπώνουν κάτω από τα νύχια μου και με κοροϊδεύουν. Ξαπλώνουν πάνω στο μαξιλάρι μου. Τις νιώθω συχνά μέσα στα ρουθούνια μου. Παγιδεύονται στις τρίχες μου.

Κάποιος με φωνάζει πάλι. . .

Σιωπή...

Δεν μπορώ να σηκωθώ.

Είναι πιο επικίνδυνα έξω...

Δε καταλαβαίνω γιατί, μα βγαίνω από την κουβέρτα. Βαριέμαι. Κανείς δεν με φωνάζει πια. Η μεγάλη κατσαρίδα αρχίζει να κουνάει άτσαλα τις κεραίες της και να τρώει την μούχλα. Δε δείχνει να χορταίνει και με κοιτάει. Ο τοίχος σιγά, σιγά γεμίζει σκιά. Σκοτεινιάζει. Δεν είναι όμως νύχτα. Έρχονται όλες καταπάνω μου. Δε με απασχολεί.

Με ξαφνιάζει αυτή η παθητικότητα αλλά δεν θέλω να κουνηθώ. Βαριέμαι πολύ. Δεν είμαι μουδιασμένη από τον ύπνο. Είμαι μουδιασμένη από τη ζωή μου.

Βρίσκομαι καιρό σε αυτή την θέση και κάθε μέρα βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά στη λήθη. Καμιά φορά αισθάνομαι ζεστές σταγόνες να τρέχουν από τα μάτια μου στα μάγουλά μου και πνίγομαι ακόμα πιο πολύ. Δεν γνωρίζω γιατί δημιουργούνται αυτά τα δάκρυα...

Δεν υπάρχει κανένα ερέθισμα, κανένα αίτιο που να μου δικαιολογεί τη δημιουργία τους.

Πλέον, η πιο όμορφη στιγμή είναι εκείνη καθώς ξυπνάω και δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πού είμαι, ποια είμαι και πού βρίσκομαι. Αυτή η στιγμή δεν έχει διάρκεια. Σβήνει μέσα στα κλάσματα του δευτερολέπτου.

Επιστρέφω στο παρόν, αναπολώντας την μοναδική εκείνη ώρα που τίποτα δεν έχει αρχή και τέλος, που δεν υπάρχει κανένα λάθος, κανένας άνθρωπος, καμία τομή να με διαπερνάει, καίγοντας το εσωτερικό μου. Υπάρχει μόνο εκείνο το αιώνιο κενό…

Eλεύθερο ...

Οι κατσαρίδες είναι πολύ κοντά μου τώρα. Νιώθω την πίσσα τους να στάζει πάνω μου, κανένας ήχος, καμία ενοχή. Σκεπάζομαι πάλι και περιμένω.

Έτσι και αλλιώς αν δεν έρθουν σήμερα, θα έρθουν αύριο.


Σουζάνα