26/11/09

ΖΗΤΩ! / σειρά ποιημάτων / ΙΙΙ. IV.

ΙΙΙ.
η φωτιά γλείφει
τις κοιλότητες των ματιών
στρατιές σκέψεων τα στερεώσανε
απέναντι σε αιώνια εστία
όταν ο ήλιος έγινε βαρετό ραντεβού
και η νύχτα ντροπαλή

το φιλί της ξεραμένο αίμα
αδιάφορο στη μνήμη που ξάπλωσε νωρίς
προδίδοντας τον έρωτα του θανάτου
μα ο ύπνος συμμάχησε με την εικόνα
τεντώνοντας το παρθένο τόξο της Άρτεμης
δίχως τέλος

επιστρέψανε τα χρώματα λαβωμένα
απ'τα ευκλείδεια χαρακώματα
η ταχύτητα του αγγελιοφόρου ανίκανη
στο λαβύρινθο του λερναίου χρόνου

στο σημείο φυγής φανερώνεται
σαν ψάρι της αβύσσου η ύπαρξη
ντυμένη με το παρελθοντικό δέρμα του φιδιού
στο κεφάλι της φωλιάσανε αποδημητικά πουλιά
δε γνωρίζουν από υπόσχεση

τα καλοκαίρια ζευγάρωσαν με τους χειμώνες
και η ανώδυνη γέννα
προμηνύει στον κόσμο
πως το πρώτο κλάμα
πνίγεται στο στεγνό ποτάμι της γλώσσας
το πρώτο βήμα
σκοντάφτει στις χαράδρες των δαχτύλων

η επανάσταση του ορίζοντα ανατράπηκε
καθώς το αραχνοΰφαντο φόρεμα της ματαιότητας
επέτρεψε στο φως
την έσχατη στιγμή
τον γερασμένο Προμηθέα να τυφλώσει

τα κάρβουνα του πνεύματος
συσσωρεύονται στις μασχάλες του Γιασέμ
οι διαστάσεις αγκυροβολούν πλέον
στην άκρη της ελπιδοφόρας μύτης

μόνο τα θολά νερά
του ωκεανού της επιλογής και της απόφασης
προκαλούν δισταγμό στη σάρκα
να χαράξει το όνομά της
στο βυθό του ουρανού._

IV.
η φαντασία εμφανίζεται
στον ερωτικό βράχο
ως φυσικό φαινόμενο

η θηλυκή στάση
το φως στο μετάξι
σφίγγει τον κόμπο

το να στέκεσαι στο κέντρο
δεν ησυχάζει τα άκρα σου
ο άνθρωπος ανοίγει γούβες
μελετάει τα έργα του
ξεχνώντας το θαυμάσιο της τρύπας
ενώ μπορεί να δημιουργεί κατασκευάζει
ενώ μπορεί να γεννάει παράγει
εγκαθιστούμε στο είσαι το είμαι
απολαμβάνουμε τη νεκροψία ενός φιλιού
το άγγιγμα κεντρομόλο
η κατάποση ηφαιστείων
σύγχρονη ηθική
τα μάτια μας δανεικά
σημαίνοντα παρά σημαινόμενα
το μυαλό χρωστά στη γλώσσα μας
χαϊδευόμαστε καθώς καταστρεφόμαστε
γελάμε και κλαίμε
βυζαίνοντας το δάχτυλο της μνήμης
η ευτυχία επιπλέει
λιγδιασμένη στα λασπόνερα
μας θαμπώνει η δυστυχία
σαν νυχτοπεταλούδες σε καλοκαιρινή λάμπα
την ώρα που αποσύρεται η χαρά με το φεγγάρι
διατηρούμε αποστήματα στο ψυγείο της ψυχής
δεν επιτρέπεται το άγνωστο
διαστέλλοντας το γνωστό κενό μας
ξεδιψάμε την ώρα που καιγόμαστε
η εποχή αναπτύσσεται χωρίς κεφάλι
το αύριο κατάντησε ένα παρατεταμένο σήμερα
το χθες αδέσποτο σκυλί
το πέπλο της τρυφερότητας
το πλένουμε και το ξαναπλένουμε
μα δε το φοράμε
πιστεύουμε ενώ μπορούμε να αγαπάμε
ζούμε όταν πεθαίνουμε
και πεθαίνουμε όσο ζούμε
τη μέρα αναστήσαμε τον εξολοθρευτή
που πλήρωσε τη νύχτα ως πουτάνα
εγχειρίσαμε το πνεύμα της μηχανής
διατυπώσαμε την εξίσωση σκυφτοί
η επανάσταση βασανίζεται στη μέση
ως φυσιολογικός ακρωτηριασμός
η ανακάλυψη της πληγής
αποδόθηκε στο θάνατο
το πέταγμα των πουλιών απαγορεύτηκε
καθώς τα τελευταία αστέρια
κρεμάστηκαν στις πλατείες
τα όνειρα τα σκεπάσαμε με παγετώνες
περιφέρεται το νερό
γερασμένη κυρία σε αχυρένιες δεξιώσεις
όταν ράισε το γυαλί καταθέσαμε στεφάνι
τα κορίτσια βάψανε τους άντρες τους λευκούς
οι μανάδες ντύσανε τα παιδιά τους με μανία
οι γριές δέσανε τους ήρωες στα κρεβάτια τους
μόλις ακούσανε τις σειρήνες να πειράζουν τη φωτιά

μα ο αγέρας ξύπνησε
και ποδοπατάει στο άγονο χώμα
στέλνοντας τους σεισμούς
συνομωτικά περιστέρια
στις πράσινες καρδιές των ζωντανών

η ταραχή στα μάτια σου
γλιστράει στη σκουριά του σώματός μου
ανασυνθέτονται οι τελικές σκέψεις μου
στα αρχικά τους στοιχεία
αποκαλύπτοντας το μεγαλείο της άκρης
από το καινούργιο σύστημα._

εξώφυλλο #2