17/8/10

ΖΗΤΩ! / σειρά ποιημάτων / XI. XII. XIII. XIV.

XI.
δε θα αντισταθώ
θα ελευθερωθώ

η διαταγή στέκεται δίπλα μου
σαν την κοιτάζω μεταμορφώνεται
σε συνάνθρωπο

οι ζωές στα μάτια σου επαναλαμβάνονται
στα μάτια του άλλου κρύβονται

οι συγκινήσεις εκδηλώνονται υποδόρια
οι αδένες σκύβουν
παραδίδοντας τους τελευταίους χυμούς
στους αντιπρόσωπους

το ίδιο όνομα επανακολλάται
στον διαφορετικό άνθρωπο

η ανάσα μου
η ελπίδα μου
ψηλά σε σπασμένα κατάρτια
φυλάγεται

στριμώχνονται τα χορτάρια
στη φωτεινή προβλήτα
και μόνο οι αγριάδες
επιτίθενται στο σκοτάδι

με ένταση φανερώνεται η προδοσία
καθώς διαιρούν το οξυγόνο
οι χωροφύλακες

πιεζόμαστε όλοι να θυμηθούμε
να αποδειχτούμε

ποιος είμαι εγώ δίπλα σου;
ποιος είσαι εσύ χώρια μου;

στενοχώρια, ησυχία
ξένη τάξη επικρατεί
στα σταυροδρόμια του βλέμματος

θυμάμαι πως θα έγραφα
ποιήματα για τον ήλιο, τη χαρά
θυμάμαι πως θα μου χαμογέλαγαν τα ζώα
θυμάσαι μήπως εσύ πόσο θέλαμε
να ήμαστε παρέα;

ο αέρας φύσηξε
και τις τελευταίες λέξεις
απ’το πρεβάζι μου
στέγνωσε και τα τελευταία δάκρυα
απ’τα σεντόνια μου

στέκομαι τώρα
στεγνός και γδυτός
στην άκρη της συνέχειας

ξεφορτώνω τα χρόνια μου
ασπρίζω τις ρίζες μου
φιλώ βαθιά το σήμερα
και γνέφω στο αύριο να βιαστεί

έλα κ’εσύ!

τα χέρια μου είναι ελεύθερα πια
και η καρδιά μου σπασμένο ρόδι._

ΧΙΙ.
τρίζουν οι σκέψεις μου
αντιρρησίες δηλώνονται
στην ουρά της λογικής
άδεια κάρα πηγαινοέρχονται
στο κεφάλι μου

υπακούω και σφίγγω τα εργαλεία
σαν να συγκρατώ τον κόσμο όλο

θέλω να επισκευάσω τη διαρροή
της ψυχής μου
να γράψω ξεκάθαρα τις οδηγίες
να τακτοποιήσω τις γωνίες

ανάθεμα σε αυτά τα εργαλεία
που δε σκουριάζουν
πώς να καρφώσεις το σάπιο ξύλο;
πώς να κτυπήσεις τη σαθρή την πέτρα;

δυνατά και επικίνδυνα
τα εργαλεία που όψη δεν έχουνε
θανατηφόρα στα κουρασμένα χέρια

πώς να συγκρατήσει το σχισμένο σώμα
ένα ακέραιο πνεύμα;
πώς να κουβαλήσει το ξεραμένο μυαλό
μια φουσκωμένη φαντασία;
πώς να χωρέσει σε μια ιδιοκτησία
ο χρόνος;

τα εργαλεία αυτά δεν είναι
για νοικοκύρηδες

δε μπορείς με το σφυρί να τραγουδήσεις
δε μπορείς με το τσεκούρι να γράψεις ποιήματα
δε μπορείς με το φτυάρι να ζωγραφίσεις

με άφθαρτα εργαλεία
δεν επισκευάζεις τη φθορά
με τα άφθαρτα εργαλεία τελικά
μονάχα πολεμάς._

XIII.
δε προφταίνει να σ’αγγίξει
το φως στο άκρο που περνάς
τοπία αυστηρά κάθετα
σου κόβουν τον αέρα
τα μάτια υποκύπτουν
τελικά στις βλεφαρίδες
και το χώμα αγκαλιάζει
το κορμί σου

όλα εσωκλείονται
σε μια παγωμένη στιγμή
τερατώδες γεννιέται το συναίσθημα
στο έμπα της σπηλιάς
το σκοτάδι διακόπτεται από φωνές
ένα βλέμμα αφηνιάζει ακίνητο
ιδρωμένα λόγια στριμώχνονται
βουβά στο γκρεμό

όταν η ώρα ξεπερνάει την ελπίδα
όταν ο φόβος ζωγραφίζει μια καρδιά
γιατί θέλεις να σωθείς;

τότε ο άνθρωπος συνάντησε τον άνθρωπο
τότε ο άνθρωπος έφαγε και ήπιε με τον άνθρωπο
από τότε τον άνθρωπο τον εξουσιάζει η επιλογή

το τέλος της φωτιάς χαράχτηκε βαθιά μας
πάντοτε θα υπάρχει ένας τελευταίος
στον τραγικό κύκλο
για να φυλάει τα νώτα του πρώτου
γιατί θέλεις να ξυπνήσεις;

κουρασμένα χαράματα
φορτώνονται στην πλάτη σου
ποτέ δεν κοίταξες τον ουρανό
της σκέψης σου

τα χέρια μας απλώνουμε
ανήμποροι να διακρίνουμε
την πρόθεση από την προσταγή

το αιώνια συμπιέζεται στο τώρα
η αντοχή τεντώνεται για πάντα
ισόβιο όριο της επιθυμίας

σαν σου χτυπήσουν την πλάτη
μην τρομάξεις
ήδη έχεις επιλέξει
γιατί θέλεις να σκοτώσεις;

XIV.
σαν μεγεθύνεις τις λέξεις
κουβαλάνε ανθρώπους
τραυματισμένους ήρωες
και εξαντλημένες ανάσες

η μία λέξη πίσω απ’την άλλη
άτακτα καραβάνια του πουθενά
ξεραίνονται στη σιωπή
υποχρεωτικές παύσεις
διαδέχονται τις έννοιες
και σ’αυτό το άγονο μεσοδιάστημα των σημαδιών
πυκνώνει το σκοτάδι

πύρινοι μετεωρίτες
συγκρούονται στην ομιχλώδη στέπα της ύπαρξής μας
καθώς τους ανακαλύπτουμε
τους ονομάζουμε γεγονότα
μάταια ζυγίζουμε την ύλη τους
για να αποδείξουμε το υπόλοιπο

όσο πυκνά και να υφαίνουμε
έναν ιστό αράχνης καταφέρνουμε

ο λόγος διακόπτεται
η γραφή διακόπτεται
η ίδια μας η ζωή διακόπτεται

απέραντα κενά εκτείνονται
άγνωστοι βαθιοί ωκεανοί
περιβάλουν τις στιγμές μας

με τη σκουριασμένη μνήμη μας
διασχίζουμε αφιλόξενες θάλασσες μέσα στη νύχτα
ελπίζοντας σε μια στεριά για ένα λεπτό

πόσα ναυάγια συναντάμε;
πόσους ναυαγούς εγκαταλείπουμε;

δύσκολα συνηθίζεις την αλμύρα
πόσο μάλλον όταν οι πληγές σου χάσκουν

στην ανακούφιση σου
στρατοπέδευσαν καπεταναίοι
βρώμικοι και μοχθηροί
μα η ταλαιπώρια σου τους φαντάζει
λυγερούς και ξωτικούς

σε πληροφορώ
πως την Ιθάκη την κατέλαβαν
οι βάρβαροι τελικά

μην επιστρέψεις μόνος σου
ούτε στα κύματα να βαδίσεις
να συμπληρώσουμε τους ωκεανούς με πράξεις πέτρινες
το βήμα μας να ακουστεί τρομακτικό
και ο λόγος μας δίχως κενό._